Κεράσι

Το κεράσι και οι κερασιώνες της Αγιάσου

Η αγροτική περιφέρεια της Αγιάσου μπορεί να χαρακτηριστεί «δεντροτρόφος», αφού όλη, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, καλύπτεται με δέντρα. Διακρίνονται τρεις συνεχόμενες περιοχές ονομαζόμενες απ’ το κυρίαρχο δέντρο της κάθε περιοχής: ελαιώνας, καστανιώνας, πευκώνας.
Ανάμεσα στις περιοχές αυτές υπάρχουν και οι μικροί κερασιώνες της Αγιάσου, που φυτεύτηκαν κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας αντικαθιστώντας τις πολλές συκαμινιές που ξεριζώθηκαν τότε επειδή δεν παρουσίαζε επαρκή απορρόφηση το παραγόμενο μετάξι, σε αντίθεση με τα κεράσια που παρά το κόστος τους στο μάζεμα είχαν ζήτηση στην αγορά της Μυτιλήνης.

Η κερασιά (Prunus avium L: προύνος ο γλυκόκαρπος) της οικογένειας των ροδιδών είναι ένα μεγάλο και αξιοπρόσεκτο δένδρο, ύψους 10 έως 20 μ. με οριζόντιους κλάδους, φύλλα επιμήκη έως ελλειψοειδή, μυτερά, οδοντωτά και άνθη λευκά διατεταγμένα σε απόδισκα μπουκέτα (σκιάδια). Ο καρπός της είναι μια σφαιρική κόκκινη γλυκιά δρίπη (σε ποικιλία μεγεθών και αποχρώσεων) με ένα μεγάλο σπέρμα. Το κεράσι σαν καρπός είναι ιδιαίτερα χυμώδης και καρπώδης.
Πρόκειται για καλλιεργούμενο δένδρο που ευδοκιμεί συνήθως σε ημιορεινές δροσερές κοιλάδες. Εισήχθηκε στην Ευρώπη από το Λούκουλλο (117 – 56 π.Χ.) που του έδωσε το όνομα «κέρασος» από τον τόπο καταγωγής του, δηλαδή από την Κερασούντα του Πόντου.

Εικάζεται όμως ότι πολλά χρόνια πριν από το Λούκουλλου ο εκ των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου Λυσίμαχος είχε εισάγει το κεράσι από τη Μικρασία στη Μακεδονία ως ένα ωραίο, γλυκό και ζουμερό φρούτο που τρώγεται χωρίς να χρειάζεται ξήρανση ή ψήσιμο. Έτσι προφανώς τα κεράσια ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες πολύ πριν τα γνωρίσουν οι Ρωμαίοι, ήδη από τον 3ο π.Χ. αιώνα.

Ιδιότητες – Χρήσεις:

Όπως διαπίστωσαν έγκριτοι ερευνητές, τα κεράσια περιέχουν πλήθος αντιφλεγμονωδών και αντιοξειδωτικών συστατικών τα οποία περιορίζουν τις μυϊκές βλάβες. Τα κεράσια περιέχουν επίσης άφθονες ανθοκυανίνες που έχουν ιδιαίτερα ευεργετικές δράσεις στην υγεία του ανθρώπου. Ειδικά οι ποδίσκοι των κερασιών σε ρόφημα είναι διουρητικοί. Τα κεράσια είναι φίλοι και των ματιών εξαιτίας της περιεκτικότητας τους σε βιταμίνη Α. Μπορούν ακόμα να χρησιμοποιηθούν για την καταπολέμηση των κολικών του νεφρού, το βήχα, τη διάρροια και την ύπαρξη ουρικού οξέως στο αίμα.
Τέλος το ρόδινο ξύλο της κερασιάς με τους λεπτούς κόκκους χρησιμοποιείται στην εβενουργική.

Το κεράσι και οι κερασιώνες της Αγιάσου

Η αγροτική περιφέρεια της Αγιάσου μπορεί να χαρακτηριστεί «δεντροτρόφος», αφού όλη, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, καλύπτεται με δέντρα. Διακρίνονται τρεις συνεχόμενες περιοχές ονομαζόμενες απ’ το κυρίαρχο δέντρο της κάθε περιοχής: ελαιώνας, καστανιώνας, πευκώνας.
Ανάμεσα στις περιοχές αυτές υπάρχουν και οι μικροί κερασιώνες της Αγιάσου, που φυτεύτηκαν κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας αντικαθιστώντας τις πολλές συκαμινιές που ξεριζώθηκαν τότε επειδή δεν παρουσίαζε επαρκή απορρόφηση το παραγόμενο μετάξι, σε αντίθεση με τα κεράσια που παρά το κόστος τους στο μάζεμα είχαν ζήτηση στην αγορά της Μυτιλήνης.

Η κερασιά (Prunus avium L: προύνος ο γλυκόκαρπος) της οικογένειας των ροδιδών είναι ένα μεγάλο και αξιοπρόσεκτο δένδρο, ύψους 10 έως 20 μ. με οριζόντιους κλάδους, φύλλα επιμήκη έως ελλειψοειδή, μυτερά, οδοντωτά και άνθη λευκά διατεταγμένα σε απόδισκα μπουκέτα (σκιάδια). Ο καρπός της είναι μια σφαιρική κόκκινη γλυκιά δρίπη (σε ποικιλία μεγεθών και αποχρώσεων) με ένα μεγάλο σπέρμα. Το κεράσι σαν καρπός είναι ιδιαίτερα χυμώδης και καρπώδης.
Πρόκειται για καλλιεργούμενο δένδρο που ευδοκιμεί συνήθως σε ημιορεινές δροσερές κοιλάδες. Εισήχθηκε στην Ευρώπη από το Λούκουλλο (117 – 56 π.Χ.) που του έδωσε το όνομα «κέρασος» από τον τόπο καταγωγής του, δηλαδή από την Κερασούντα του Πόντου.

Εικάζεται όμως ότι πολλά χρόνια πριν από το Λούκουλλου ο εκ των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου Λυσίμαχος είχε εισάγει το κεράσι από τη Μικρασία στη Μακεδονία ως ένα ωραίο, γλυκό και ζουμερό φρούτο που τρώγεται χωρίς να χρειάζεται ξήρανση ή ψήσιμο. Έτσι προφανώς τα κεράσια ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες πολύ πριν τα γνωρίσουν οι Ρωμαίοι, ήδη από τον 3ο π.Χ. αιώνα.

Ιδιότητες – Χρήσεις:

Όπως διαπίστωσαν έγκριτοι ερευνητές, τα κεράσια περιέχουν πλήθος αντιφλεγμονωδών και αντιοξειδωτικών συστατικών τα οποία περιορίζουν τις μυϊκές βλάβες. Τα κεράσια περιέχουν επίσης άφθονες ανθοκυανίνες που έχουν ιδιαίτερα ευεργετικές δράσεις στην υγεία του ανθρώπου. Ειδικά οι ποδίσκοι των κερασιών σε ρόφημα είναι διουρητικοί. Τα κεράσια είναι φίλοι και των ματιών εξαιτίας της περιεκτικότητας τους σε βιταμίνη Α. Μπορούν ακόμα να χρησιμοποιηθούν για την καταπολέμηση των κολικών του νεφρού, το βήχα, τη διάρροια και την ύπαρξη ουρικού οξέως στο αίμα.
Τέλος το ρόδινο ξύλο της κερασιάς με τους λεπτούς κόκκους χρησιμοποιείται στην εβενουργική.